ὀμνύω

ὀμνύω

ὀμνύω, = Vorigem; bei Hom. im imperf.; bei den Attikern einzeln, Xen. u. Dem. S. unter ὄμνυμι. Am gebräuchlichsten in der mittleren u. neuern Comödie, s. Porson Eur. Med. 744.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • ὀμνύω — ὄμνυμι swear pres subj act 1st sg ὄμνυμι swear pres subj act 1st sg ὄμνυμι swear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόνω — ομνύω, ορκίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. που έχει σχηματιστεί υποχωρητ. από τον αόρ. ὤμοσα τού ρ. ὄμνυμι / ὀμνύω] …   Dictionary of Greek

  • αμόνω — και αμώνω ομνύω, ομώνω, ορκίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμόνω < ομόνω, μεταπλασμένος τ. τού ὀμνύω από τον αόρ. και μέλλ. ὤμοσα, ὀμόσω γι αυτό και η γραφή με ο (αμόνω). Η γραφή τού ρήματος ως αμώνω αναλογικά προς τα πολλά ρ. σε ώνω] …   Dictionary of Greek

  • μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… …   Dictionary of Greek

  • προσόμνυμι — και προσομνύω και δωρ. τ. ποτόμνυμι Α 1. ορκίζομαι μια ακόμη φορά, κάνω έναν επί πλέον όρκο («οἱ δὲ βάρβαροι προσώμοσαν καὶ ἡγήσεσθαι ἀδόλως», Ξεν.) 2. περιλαμβάνω κάτι ακόμη σε έναν όρκο, κάνω μια προσθήκη σε όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ …   Dictionary of Greek

  • συνομνύω — ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α (στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.) αρχ. 1. ορκίζομαι μαζί με άλλον 2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ… …   Dictionary of Greek

  • όμνυμι — ὄμνυμι (Α) βλ. ομνύω …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԴՆՈՒՄ — (դուայ, դուի՛ր, դուեալ.) NBH 1 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ն.չ. ὁμόω, ὁμνύω, ὅμνυμι juro Տալ զանունն աստուծոյ եւ աստուածայնոց ի հաստատութիւն բանին. երդուիլ, երդուըննալ, երդում ընել. ... *Երդուի՛ր ինձ յաստուած՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • omǝ- —     omǝ     English meaning: to proceed with energy; to make firm; to suffer     Deutsche Übersetzung: “energisch vorgehen”; out of it “fest worauf bestehen, festmachen = eidlich bekräftigen” and “zusetzen, quälen, schädigen”     Material: O.Ind …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”