- ὀδωδή
ὀδωδή, ἡ, Geruch, Duft, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδωδή, ἡ, Geruch, Duft, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδωδή — ὀδωδή, ἡ (Α) οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα τού ὄζω* (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)] … Dictionary of Greek
ὀδωδῇ — ὀδωδή smell fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδωδή — smell fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδώδη — ὄζω smell plup ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ὄζω smell plup ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδώδῃ — ὄζω smell perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδωδῆς — ὀδωδή smell fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδωδήν — ὀδωδή smell fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδωδῶν — ὀδωδή smell fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] … Dictionary of Greek
οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… … Dictionary of Greek