- ἀνα-ψυκτικός
ἀνα-ψυκτικός, abkühlend, erfrischend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-ψυκτικός, abkühlend, erfrischend, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… … Dictionary of Greek