ἀνα-χάζω

ἀνα-χάζω

ἀνα-χάζω (s. χάζω), zurückdrängen, ἀνέχασσεν Pind. N. 10, 69; zurückweichen, Xen. An. 4, 1, 16; sonst nur im med., schon bei Hom., im Kampfe zurückweichen, Il. 15, 728; ὀπίσσω ἀν., 16, 710; ἂψ ἀν., Hes. Sc. 336; übh. zurücktreten, umkehren, Od. 7, 280. 11, 97; in Prosa, ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο Xen. Cyr. 7, 1, 34; An. 4, 7, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προχάζω — Α 1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις προβαίνοις» 2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις ἀναποδίζοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα χάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”