- ἀνα-χλιαίνω
ἀνα-χλιαίνω, wieder erwärmen, Ar. Probl. 22, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-χλιαίνω, wieder erwärmen, Ar. Probl. 22, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναχλιανθέντος — ἀναχλῑανθέντος , ἀνά χλιαίνω warm aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχλιήνας — ἀναχλῑήνᾱς , ἀνά χλιαίνω warm aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)