- ἀνα-χαυνόω
ἀνα-χαυνόω, = ἀνακουφίζω, Schol. Ar. Nubb. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-χαυνόω, = ἀνακουφίζω, Schol. Ar. Nubb. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναχαυνῶ — ἀνά χαυνόω make flaccid pres subj act 1st sg ἀνά χαυνόω make flaccid pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαυνοῦσθαι — ἀνά χαυνόω make flaccid pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεχαύνωσεν — ἀνά χαυνόω make flaccid aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)