- ἀνα-χωρητικός
ἀνα-χωρητικός, zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-χωρητικός, zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η … Dictionary of Greek