- ἀνα-χρέμπτομαι
ἀνα-χρέμπτομαι, aufhusten, auswerfen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-χρέμπτομαι, aufhusten, auswerfen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναχρεμπτομένων — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp fem gen pl ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμπτόμενον — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc acc sg ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμπτομένης — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμπτομένοις — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμπτομένου — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμπτόμενοι — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμψαμένοις — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμψάμενοι — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρεμψάμενος — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρέμπτηται — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρέμψασθαι — ἀνά χρέμπτομαι clear one s throat aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)