- περι-σῡρίζω
περι-σῡρίζω, = περισύρω, Schol. Ar. Pax 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σῡρίζω, = περισύρω, Schol. Ar. Pax 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιεσυρίχθη — περϊεσῡρίχθη , περί συρίζω Bis Acc. aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισυρίττειν — περισῡρίττειν , περί συρίζω Bis Acc. pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισυρίττεσθαι — περισῡρίττεσθαι , περί συρίζω Bis Acc. pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος … Dictionary of Greek
περισυρίττω — Μ σφυρίζω ολόγυρα, προς όλες τις κατευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συρίττω, αττ. τ. τού συρίζω «παίζω τη σύριγγα, σφυρίζω»] … Dictionary of Greek