ἀν-αφ-αίρετος

ἀν-αφ-αίρετος

ἀν-αφ-αίρετος, nicht wegzunehmen, unentreißbar, κτῆμα Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἱρετός — that may be taken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… …   Dictionary of Greek

  • αιρετός — ή, ό αυτός που παίρνει κάποιο αξίωμα με εκλογή και όχι με διορισμό ή κληρονομικό δικαίωμα: Οι δήμαρχοι είναι άρχοντες αιρετοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱρετώτερον — αἱρετός that may be taken adverbial comp αἱρετός that may be taken masc acc comp sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετωτέρων — αἱρετός that may be taken fem gen comp pl αἱρετός that may be taken masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετόν — αἱρετός that may be taken masc acc sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετώτατον — αἱρετός that may be taken masc acc superl sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοῖς — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοῖσιν — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοί — αἱρετός that may be taken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”