ἀνα-φαλαντίας

ἀνα-φαλαντίας

ἀνα-φαλαντίας, ου, ὁ, dasselbe, Luc. Tim. 47 und öfter; nach Phryn. B. A. 16 ὁ ἀρχόμενος ἀποφαλακροῠσϑαι, mit kahlem Vorderkopfe, Dio Cass. 76, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναφαλαντίας — ἀναφαλαντίας, ο (Α) αυτός που αρχίζουν να του πέφτουν τα μαλλιά, να γίνεται φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + φαλαντίας < φάλανθος «φαλακρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”