- ἀνα-φύρω
ἀνα-φύρω, dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; πρός τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-φύρω, dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; πρός τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμπεφυρμένα — ἀνά φύρω mix perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀμπεφυρμένᾱ , ἀνά φύρω mix perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀμπεφυρμένᾱ , ἀνά φύρω mix perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένα — ἀνά φύρω mix perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀναπεφυρμένᾱ , ἀνά φύρω mix perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀναπεφυρμένᾱ , ἀνά φύρω mix perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμέναι — ἀνά φύρω mix perf part mp fem nom/voc pl ἀναπεφυρμένᾱͅ , ἀνά φύρω mix perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένον — ἀνά φύρω mix perf part mp masc acc sg ἀνά φύρω mix perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένων — ἀνά φύρω mix perf part mp fem gen pl ἀνά φύρω mix perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφύρησαν — ἀνά φύρω mix aor ind pass 3rd pl ἀνεφύ̱ρησαν , ἀνά φυράω mixing imperf ind act 3rd pl ἀνεφύ̱ρησαν , ἀνά φυράω mixing aor ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένην — ἀνά φύρω mix perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένης — ἀνά φύρω mix perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένου — ἀνά φύρω mix perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεφυρμένους — ἀνά φύρω mix perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπέφυρται — ἀνά φύρω mix perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)