- ἀνα-φυτεύω
ἀνα-φυτεύω, wieder bepflanzen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-φυτεύω, wieder bepflanzen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεφύτευσεν — ἀνά φυτεύω of the thing planted aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδενδρώνω — και –δεντρώνω 1. φυτεύω εκ νέου δέντρα σε αποψιλωμένο χώρο 2. απλώς, φυτεύω δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δενδρώνω. ΠΑΡ. αναδένδρωση] … Dictionary of Greek
αναδασώνω — 1. δενδροφυτεύω εκ νέου έκταση που απογυμνώθηκε από τα δέντρα της λόγω πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας, ξαναδημιουργώ το δάσος 2. φυτεύω δέντρα σε φαλακρό χώρο, για να τόν μετατρέψω σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δασώνω. ΠΑΡ. αναδάσωμα, αναδάσωση,… … Dictionary of Greek