- ἀν-αφροδῑσία
ἀν-αφροδῑσία, ἡ, Mangel an Liebreiz; das Nichtverliebtsein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αφροδῑσία, ἡ, Mangel an Liebreiz; das Nichtverliebtsein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀφροδισία — Ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc/acc dual Ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀφροδῑσία , Ἀφροδισίας fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδισία — ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc/acc dual ἀφροδισίᾱ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισίᾳ — Ἀφροδισίᾱͅ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδισίᾳ — ἀφροδισίᾱͅ , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροδισία — Η γενετήσια ορμή, το γενετήσιο ένστικτο, ο σεξουαλισμός. Η α. εκδηλώνεται τόσο ως ψυχική όσο και ως αισθησιακή ενστικτώδης έλξη για το άλλο φύλο και περιλαμβάνει τις καταστάσεις της επιθυμίας και της απόλαυσης. Η α. εμφανίζεται σε λανθάνουσα… … Dictionary of Greek
Αφροδισία ή Αφροδισιάς — Αρχαίος συνοικισμός της ΝΑ Λακωνίας στον κόλπο των Βοιών, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Αινεία, όταν έφευγε από την Τροία προς την Ιταλία. Αργότερα, ο Βοίος ένωσε τους κατοίκους της και τους κατοίκους δύο γειτονικών χωριών για να ιδρύσει … Dictionary of Greek
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek
αφροδισία — η η γενετήσια ορμή, ο σεξουαλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀφροδίσια — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίσια — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀφροδισίαν — Ἀφροδισίᾱν , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem acc sg (attic doric aeolic) ἀφροδισίᾱν , Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)