- ἀνα-φροντίζω
ἀνα-φροντίζω, wieder überdenken, genau überlegen, aussinnen, γάμον Pind. Ol. 1, 69; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-φροντίζω, wieder überdenken, genau überlegen, aussinnen, γάμον Pind. Ol. 1, 69; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεφρόντισε — ἀνά φροντίζω consider aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφρόντισεν — ἀνά φροντίζω consider aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αναβαστώ — ( άω) 1. βοηθώ κάποιον να φορτώσει ή να σηκώσει το φορτίο του 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω 3. περιποιούμαι, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βαστώ] … Dictionary of Greek
αναθεραπεύω — (Α ἀναθεραπεύω) νεοελλ. θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύω αρχ. περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεραπεύω] … Dictionary of Greek