- ὀδυνή-φατος
ὀδυνή-φατος, schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., ἄλκαρ ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδυνή-φατος, schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., ἄλκαρ ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… … Dictionary of Greek
μεγαλήφατος — μεγαλήφατος, ον (Α) εγκωμιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου + συνδετικό φωνήεν η (για μετρικούς λόγους) + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, οδυνή φατος] … Dictionary of Greek