- περι-σμήχω
περι-σμήχω, darum, daran abwischen, abreiben, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σμήχω, darum, daran abwischen, abreiben, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισμήξαντα — περί σμήχω wipe off aor part act neut nom/voc/acc pl περί σμήχω wipe off aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισμήχω — Α σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμήχω «σφουγγίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… … Dictionary of Greek