- ὀδυνο-σπάς
ὀδυνο-σπάς, άδος, ἡ, od. ὀδυνοσπαδής, ές, von Schmerzen gezogen, zerrissen, Aesch. frg. 381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδυνο-σπάς, άδος, ἡ, od. ὀδυνοσπαδής, ές, von Schmerzen gezogen, zerrissen, Aesch. frg. 381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
νεοσπάς — νεοσπάς, ό και ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάς (< θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. οδυνο σπάς] … Dictionary of Greek