ἀ-δυναμέω, nicht können. v. l. für ἀδυνατέω, Plat. Critia. 121 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυνάμεων — δυνάμεω̆ν , δύναμις power fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεως — δυνάμεω̆ς , δύναμις power fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)