- ἀ-ναυσία
ἀ-ναυσία, ἡ, Freisein von Uebelkeit, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ναυσία, ἡ, Freisein von Uebelkeit, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσία — και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α) ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. ία, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι (πρβλ. φυτόν φύσ ις)] … Dictionary of Greek
ναυσίαν — ναυσίᾱν , ναυσιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυσίᾱν , ναυσιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσίας — ναυσίᾱς , ναυσιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσηρός — (Α) αυτός που προκαλεί ναυτία, εμετικός, αηδιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
ναυσιόεις — και αττ. τ. ναυτιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία ή βδελυγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. όεις (πρβλ. σκι όεις)] … Dictionary of Greek
ναυσιώ — ναυσιῶ, άω (Α) [ναυσία] νιώθω ναυτία … Dictionary of Greek
ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής … Dictionary of Greek
ναυσιᾶν — ναυσιάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ναυσιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ναυσιάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ναυσιᾶ̱ν , ναυσιάω pres inf act (epic doric) ναυσιάω pres inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)