- περι-σάρωμα
περι-σάρωμα, τό, das Zusammengefegte, der Kehricht, B. A. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σάρωμα, τό, das Zusammengefegte, der Kehricht, B. A. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισάρωμα — τὸ, ΜΑ καθετί που μαζεύεται κατά το σάρωμα, το σκουπίδι, το απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάρωμα «σκουπίδι»] … Dictionary of Greek