- ἀνα-τιταίνω
ἀνα-τιταίνω, = ἀνατείνω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-τιταίνω, = ἀνατείνω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνατιτήνας — ἀνατιτήνᾱς , ἀνά τιταίνω stretch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)