- ἀνα-τρίζω
ἀνα-τρίζω, aufzwitschern, Qu. Sm. 13, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-τρίζω, aufzwitschern, Qu. Sm. 13, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ … Dictionary of Greek