- ἀνα-τροχάζω
ἀνα-τροχάζω und ἀνα-τροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-τροχάζω und ἀνα-τροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] … Dictionary of Greek