- ἀνα-σκίδνημι
ἀνα-σκίδνημι, zerstreuen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-σκίδνημι, zerstreuen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνασκίδναται — ἀνά σκίδνημι disperse pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκίδνησιν — ἀνά σκίδνημι disperse pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκιδνάς — ἀνασκιδνά̱ς , ἀνά σκίδνημι disperse pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek