ἀνα-σκαίρω

ἀνα-σκαίρω

ἀνα-σκαίρω, in die Höhe springen, Qu. Sm. 8. 321.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνασκαίρεσκε — ἀνά σκαίρω skip imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ящерица — укр. ящiрка, блр. ящерка, др. русск. ɪащеръ м., ɪащера ж., ст. слав. аштеръ σαύρα (Супр.), сербохорв. jа̏ште̑р ящерица , словен. jâščerica, чеш. ještěr ящерица, дракон , ještěrka ящерица , слвц. jаštеr ящерица, дракон , др. польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”