- ἀνα-σκεδάννυμι
ἀνα-σκεδάννυμι, aufscheuchen u. zerstreuen, Plut. Pyrrh. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-σκεδάννυμι, aufscheuchen u. zerstreuen, Plut. Pyrrh. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek