- ἀνα-σχίζω
ἀνα-σχίζω, aufspalten, aufschlitzen, λαγόν, νεκρόν, Her. 1, 124. 3, 35 u. Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-σχίζω, aufspalten, aufschlitzen, λαγόν, νεκρόν, Her. 1, 124. 3, 35 u. Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek
ανακείρω — ἀνακείρω (Α) σχίζω, κόβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κείρω «κόβω, σχίζω»] … Dictionary of Greek
ανασχινδυλεύω — ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω) ανασκολοπίζω, σταυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»] … Dictionary of Greek
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… … Dictionary of Greek
σχινδύλησις — ήσεως, ἡ, Α διαίρεση, διαχωρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο σχινδυλεύω (πρβλ. ἀνα σχινδυλεύω) βλ. και λ. σχίζω] … Dictionary of Greek