- ἀνα-στίζω
ἀνα-στίζω (s. στίζω), brandmarken?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-στίζω (s. στίζω), brandmarken?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσαναστίζω — Μ κάνω επί πλέον στίγματα στο δέρμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνά + στίζω «κάνω στίγματα»] … Dictionary of Greek