ἀνα-στάζω

ἀνα-στάζω

ἀνα-στάζω, hervortröpfeln lassen, zw. L., Or. Sib.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀναστᾶν — ἀνά στάζω drop fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἀνά στάζω drop fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνά στάζω drop fut part act masc nom sg (doric aeolic) ἀνά στάζω drop fut inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναστῇ — πρό , ἀνά στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) προαναστῇ , πρό , ἀνά στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) προαναστῇ , πρό ἀνίστημι make to stand up aor subj mid 2nd sg προαναστῇ , πρό ἀνίστημι make to stand up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναστῶσιν — πρός , ἀνά στάζω drop fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρός , ἀνά στάζω drop fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πρόσ ἀνίστημι make to stand up aor subj act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπαναστῶμεν — κατά , ἐπί , ἀνά στάζω drop fut ind act 1st pl κατά ἐπανίστημι set up again aor subj act 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαναστᾶσα — περϊαναστᾶσα , περί , ἀνά στάζω drop fut part act fem nom/voc sg (doric) περϊαναστᾶσα , περί ἀνίστημι make to stand up aor part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαναστᾶσαν — περϊαναστᾶσαν , περί , ἀνά στάζω drop fut part act fem acc sg (doric) περϊαναστᾶσαν , περί ἀνίστημι make to stand up aor part act fem acc sg περϊαναστᾶσαν , περί ἀνίστημι make to stand up aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξαναστάντων — ἐπεξαναστά̱ντων , ἐπί , ἐκ , ἀνά στάζω drop fut part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἐπί ἐξανίστημι raise up aor part act masc/neut gen pl ἐπί ἐξανίστημι raise up aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”