ἀναστάς

ἀναστάς

ἀναστάς, άδος, ἡ, = παστάς, v. l. Ap. Rh. 1, 789.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀναστάς — ἀναστά̱ς , ἀνίστημι make to stand up aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάστας — ἀνάστᾱς , ἀνίστημι make to stand up aor ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Codex Alexandrinus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 02 …   Wikipedia

  • ЕФРЕМ СИРИН — [сир. , греч. ᾿Εφραμ ὁ Σύρος] (ок. 306 373, Эдесса, ныне Шанлыурфа, Турция), прп. (пам. 28 янв.; католич. 9 июня; Сиро яковитской Церкви суббота 5 й седмицы поста, 28 янв., 19 февр.; в Маронитской 27 янв.; в Церкви Востока пятница 5 й седмицы по… …   Православная энциклопедия

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • έννυχος — ἔννυχος, ον (Α) 1. εννύχιος 2. ως επίθ. τού Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.) 3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» ημέρα θανάτου επιγρ. 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα στην καρδιά τής νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ). επίρρ... ἐννύχως κατά …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • συζήτηση — η / συζήτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συζητῶ] 1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του 2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՆԳՈՒՆ — I. (գնոյ, ոց կամ գնի, նաւ.) NBH 1 1048 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. πῆχυς եւս եւ κύβιτον cubitus, um . Անուն չափոյ, եւ ձող չափողական, ըստ հասարակ առման՝ Չափ միջոցի յարմկանէ ցծայր միջամատին, որչափ է եւ յուսոց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”