- ἀνα-στοιβάζω
ἀνα-στοιβάζω, zurückdrängen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-στοιβάζω, zurückdrängen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεστοίβαζον — ἀνά στοιβάζω pile imperf ind act 3rd pl ἀνά στοιβάζω pile imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστοιβάζουσαν — ἀνά στοιβάζω pile pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεστοιβάζετο — ἀνά στοιβάζω pile imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαναστοιβάζω — Μ φράζω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνά + στοιβάζω «φράζω»] … Dictionary of Greek
ὑπανεστοίβαζε — ὑπό , ἀνά στοιβάζω pile imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)