- ἀνα-στενάζω
ἀνα-στενάζω (s. στενάζω), laut wehklagen, aufseufzen, Aeseh. Ch. 332; Soph. Ai. 982; Her. 1, 86; ἀνα-στενάξας Xen. Symp. 1, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-στενάζω (s. στενάζω), laut wehklagen, aufseufzen, Aeseh. Ch. 332; Soph. Ai. 982; Her. 1, 86; ἀνα-στενάξας Xen. Symp. 1, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναμυχθίζομαι — ἀναμυχθίζομαι (Α) στενάζω βαθιά, οδύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυχθίζω «ξεφυσώ θορυβωδώς με κλειστό το στόμα από αγωνία ή πάθος»] … Dictionary of Greek