ἀριθμητός — that can be counted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίθμητος — η, ο 1. ο αναρίθμητος 2. αυτός που δεν έχει ακόμη αριθμηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αριθμητός, αποκτώντας στερητική σημ. με τον αναβιβασμό του τόνου, ή < αριθμώ, κατά το σχήμα αγγίζω άγγιχτος] … Dictionary of Greek
αριθμητός — ή, ό (AM ἀριθμητός, ή, όν και δωρ. τ. ἀριθματός) [αριθμώ] αυτός που είναι δυνατόν να αριθμηθεί, να υπολογιστεί … Dictionary of Greek
αρίθμητος — η, ο βλ. αρίφνητος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριθμητόν — ἀριθμητός that can be counted masc acc sg ἀριθμητός that can be counted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητοῖς — ἀριθμητός that can be counted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητοί — ἀριθμητός that can be counted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητούς — ἀριθμητός that can be counted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητή — ἀριθμητός that can be counted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητῶς — ἀριθμητός that can be counted adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμητῷ — ἀριθμητός that can be counted masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)