- ὀμβρίζω
ὀμβρίζω, beregnen, u. übertr. benetzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμβρίζω, beregnen, u. übertr. benetzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομβρίζω — ὀμβρίζω (Μ) [όμβρος] βρέχω … Dictionary of Greek
одождяю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. ὕω) дождь проливаю (Исх. 16, 4); (греч. ὀμβρίζω), обильно… … Словарь церковнославянского языка
εξομβρίζω — ἐξομβρίζω (Μ) εξομβρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομβρίζω «βρέχω» (< όμβρος «βροχή»)] … Dictionary of Greek
κατομβρίζομαι — (Μ) 1. κατομβρούμαι* («ἐν τοῑς συνεχῶς κατομβριζομένοις», Γεωπ.) 2. βρέχω, ρίχνω βροχή 3. (το ενεργ.) κατομβρίζω ραίνω, ραντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβρίζω / ομαι «βρέχω» (< ὄμβρος «βροχή»)] … Dictionary of Greek
ομβρισία — ὀμβρισία, ἡ (Μ) [ομβρίζω] δοχείο κατάλληλο για συλλογή τού νερού τής βροχής … Dictionary of Greek
ομβριστήρ — ὀμβριστήρ, ῆρος, ὁ (Α) σωλήνας που βρίσκεται στη στέγη και ο οποίος χρησιμοποιούνταν για τη διοχέτευση τών νερών τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμβρίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. καθαρισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ομπρίζω — υγραίνω, υγραίνομαι («ομπρίζουν τα μάτια του, όταν βλέπει τη σημαία να υψώνεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀμβρίζω «βρέχω, υγραίνω»] … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek