ἀ-δρέπανος

ἀ-δρέπανος

ἀ-δρέπανος, ohne Sichel, von der Sichel nicht berührt. Soph. frg. 804.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δρέπανος — ο το δρεπάνι …   Dictionary of Greek

  • δρεπάνι — και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) [δρέπω] κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”