- ὀμβρο-κτύπος
ὀμβρο-κτύπος, mit Regen schlagend, ζάλη, Aesch. Ag. 642.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμβρο-κτύπος, mit Regen schlagend, ζάλη, Aesch. Ag. 642.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυδροκτύπος — μυδροκτύπος, ον (Α) αυτός που σφυρηλατεί πυρακτωμένο σίδηρο, σιδηρουργός («μυδροκτύπου μίμημ ὑπὲρ κάρα βαλὼν ξύλον καθῆκε παιδὸς εἰς ξανθὸν κάρα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + κτύπος (< κτυπώ), πρβλ. ομβρο κτύπος] … Dictionary of Greek
στερνοκτύπος — ον, Α αυτός που στερνοκοπιέται. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + κτύπος (πρβλ. ὀμβρο κτύπος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek