περι-σκέπω

περι-σκέπω

περι-σκέπω, = περισκεπάζω, οὐ δυναμένου τοῠ ϑυρεοῠ τὸν ἄνδρα περισκέπειν, Pol. 2, 20, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περισκέπω — ΜΑ 1. περισκεπάζω*, σκεπάζω, καλύπτω, προφυλάσσω κάτι ολόγυρα («ὄφρα χιτὼν μὲν χρῶτα περισκέπῃ», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω («τὸν πένητα περισκέπων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέπω «σκεπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”