ὀμβρηρός

ὀμβρηρός

ὀμβρηρός, regenreich, regnig, Hes. O. 453; Adverb ὀμβρηρῶς, Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομβρηρός — ὀμβρηρός, ά, όν (Α) (ποιητ. τ.) βρόχινος. επίρρ... ὀμβρηρῶς (Α) 1. με τρόπο ραγδαίας βροχής 2. μτφ. με πολλά δάκρυα («πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῑς λύπαις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • ομβρηλός — ὀμβρηλός, ή, όν (Μ) ομβρηρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀμβρηρός με ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ (πρβλ. υδρηλός)] …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

  • ὀμβρηροῖς — ὄμβριος rainy masc/neut dat pl ὀμβρηρός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμβρηροῦ — ὄμβριος rainy masc/neut gen sg ὀμβρηρός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμβρηράς — ὀμβρηρά̱ς , ὄμβριος rainy fem acc pl ὀμβρηρά̱ς , ὀμβρηρός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμβρηρῇ — ὄμβριος rainy fem dat sg (epic ionic) ὀμβρηρός fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμβρηρῇσι — ὄμβριος rainy fem dat pl (epic ionic) ὀμβρηρός fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμβρηρήν — ὄμβριος rainy fem acc sg (epic ionic) ὀμβρηρός fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμβρηρῶς — ὄμβριος rainy adverbial ὀμβρηρός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”