ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] … Dictionary of Greek
λιποδρανής — λιποδρανής, ές (Α) αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, αμφι δρανής] … Dictionary of Greek
ολιγοδρανής — ὀλιγοδρανής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, λιπο δρανής] … Dictionary of Greek
ολιγοδρανώ — ὀλιγοδρανῶ, έω (Α) 1. έχω λίγη δύναμη, είμαι αδύναμος, ασθενικός 2. (ο επικ. τ. τὴς μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὀλιγοδρανέων, έουσα, έον ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανῶ (< δρανής < δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α… … Dictionary of Greek