- ἀμαρεύω
ἀμαρεύω, abfließen lassen, Eust., bewässern, Aristaenet. 1, 17; Hesych. erkl. ἀμαρεῖν, wohl dasselbe Wort, ἀκολουϑεῖν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαρεύω, abfließen lassen, Eust., bewässern, Aristaenet. 1, 17; Hesych. erkl. ἀμαρεῖν, wohl dasselbe Wort, ἀκολουϑεῖν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμαρεύω — ἀμαρεύω (Α) 1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω 2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα] … Dictionary of Greek
ἀμαρεῦον — ἀμαρεύω flow off pres part act masc voc sg ἀμαρεύω flow off pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρεύεσθαι — ἀμαρεύω flow off pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρεύουσαν — ἀμαρεύω flow off pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρεύων — ἀμαρεύω flow off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάρα — I (amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι … Dictionary of Greek
αμάρευμα — ἀμάρευμα, το (Α) [ἀμαρεύω] (και μτφ.) το ακάθαρτο νερό τών οχετών, βούρκος, βόρβορος 2. οχετός λόγων, αισχρολογίες … Dictionary of Greek
μεταμαρεύοιμι — μετά ἀμαρεύω flow off pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξημάρευσε — ἐκ ἀμαρεύω flow off aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
i̯ā̆m- — i̯ā̆m English meaning: to dig Deutsche Übersetzung: “graben, aufgraben” Note: (or i̯em : i̯em : i̯ōm ) Material: Gk. ἄμη f. ‘shovel, hack, mattock, hoe”, δι αμάω “grabe auf, scharre auf”, ἐξαμάω, ομαι “grabe from”; ἀμάρᾱ… … Proto-Indo-European etymological dictionary