- ἀνα-πίμπρημι
ἀνα-πίμπρημι, αὐχὴν ἀναπίμπραται Nic. Th. 179, schwillt an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-πίμπρημι, αὐχὴν ἀναπίμπραται Nic. Th. 179, schwillt an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναπρησθῶσιν — ἀνά πίμπρημι burn aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπίμπραται — ἀνά πίμπρημι burn pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπρήσθη — ἀνά πίμπρημι burn aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμπρα — ἀνεπίμπρᾱ , ἀνά πίμπρημι burn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεπίμπρᾱ , ἀνά πίμπρημι burn imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek