- ἀνα-πλήθω
ἀνα-πλήθω, = ἀναπίμπλημι, bes. besudeln, Heliodor.; intrans., voll sein, Qu. Sm. 13, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-πλήθω, = ἀναπίμπλημι, bes. besudeln, Heliodor.; intrans., voll sein, Qu. Sm. 13, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναπλήθεται — ἀνά , ἀπό λανθάνω escape notice pres ind mp 3rd sg ἀνά πλήθω to be full pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek