- περι-σκιάζω
περι-σκιάζω, rings umschatten, Plut. Nic. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-σκιάζω, rings umschatten, Plut. Nic. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συσκιάζω — Α [σκιάζω] 1. σκιάζω από παντού ή εντελώς, τοποθετώ μαζί σε μέρος σκιερό 2. σχηματίζω πυκνή σκιά («ἄγκος... πεύκαισι συσκιάζον», Ευρ.) 3. καλύπτομαι με πυκνή σκιά («[ἡ σελήνη] συνεσκίασε καὶ ἀπέκρυψε νεφῶν συνελθόντων», Πλούτ.) 4. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek