- ἀνα-παίω
ἀνα-παίω, wieder-, zurückschlagen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-παίω, wieder-, zurückschlagen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξαμπαῖον — ἐκ , ἀνά παίω 2 strike pres part act masc voc sg (attic) ἐκ , ἀνά παίω 2 strike pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) ἐκ ἀναπαίω drive back pres part act masc voc sg ἐκ ἀναπαίω drive back pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαίω — ἀναπαίω (AM) μσν. αποκρούω, αντικρούω αρχ. (για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + παίω «κρούω, κτυπώ». ΠΑΡ. ανάπαιστος αρχ. ἀναπαιστρίς] … Dictionary of Greek
θεόπαιστος — θεόπαιστος, ον (Α) (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται από θεό, που κρούεται από θεό («θεόπαιστος κιθάρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παιστος (< παίω «κτυπώ»), πρβλ. ανά παιστος, χρυσ έμ παιστος] … Dictionary of Greek
μαρμαρόπαιστος — μαρμαρόπαιστος, ον (Α) αυτός που έχει σκαλιστεί πάνω σε μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + παιστος (< παίω «χτυπώ»), πρβλ. ανά παιστος] … Dictionary of Greek