- ἀνα-παιδεύω
ἀνα-παιδεύω, von neuem erziehen, unterrichten, Soph. frg. 434; parodirt von Ar. Equ. 1095.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-παιδεύω, von neuem erziehen, unterrichten, Soph. frg. 434; parodirt von Ar. Equ. 1095.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek