ἀν-από-τευκτος

ἀν-από-τευκτος

ἀν-από-τευκτος, nicht verfehlend, Arrian. Epict. 2, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκότευκτος — και χαλκεότευκτος, ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιότευκτος — ἡλιότευκτος, ον (Α) αυτός που παράγεται ή προέρχεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστότευκτος — ἡφαιστότευκτος, ον (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. νεό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • λαϊνότευκτος — λαϊνότευκτος, ον (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάινος + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • μελισσότευκτος — μελισσότευκτος, ον (Α) αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • μουσότευκτος — μουσότευκτος, ον (Μ) αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • φηγότευκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσότευκτος — ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ. β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρότευκτος — η, ο / σιδηρότευκτος, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • οινότευκτος — οἰνότευκτος, ον (Μ) αυτός που προξενείται από οινοποσία («οἰνότευκτος μέθη», Ι. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τευκτός (< τεύχω «προξενώ, προετοιμάζω»), πρβλ. μελισσότευκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”