ἀν-από-στατος

ἀν-από-στατος

ἀν-από-στατος, nicht abwendig zu machen; aber δεσπότης, Plut. Superst. 4, ein Herr, von dem nicht loszukommen ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] …   Dictionary of Greek

  • θεοσύστατος — θεοσύστατος, ον (Α) 1. αυτός που συνεστήθη από τον θεό, που ιδρύθηκε από τον θεό 2. αυτός που υμνεί, που δοξάζει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύ στατος (< συν ίστημι), πρβλ. α σύ στατος, νεο σύ στατος] …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • κωδωνοστάσιο — και κωδωνοστάσι, το μικρός πύργος εκκλησίας από την οροφή τού οποίου είναι αναρτημένες οι καμπάνες, καμπαναριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + στάσιο < ασθενές θ. στă τού ἵστημι (πρβλ. ἕ στă μεν, στᾰτός) + κατάλ. σιο (πρβλ. εργο στά σιο, ηλιο στά σιο) …   Dictionary of Greek

  • στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • στατόλιθος — ο, Ν 1. βιολ. στερεός σχηματισμός στο εσωτερικό τής στατοκύστης ο οποίος προέρχεται είτε από κυτταρικό έκκριμα είτε από ενσωμάτωση ξένων σωματιδίων στον βλεννογόνο 2. βοτ. κάθε έγκλειστο στο κυτταρόπλασμα το οποίο κινείται υπό την επίδραση τής… …   Dictionary of Greek

  • αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι …   Dictionary of Greek

  • stā- : stǝ- —     stā : stǝ     English meaning: to stand     Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen”     Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu     Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”