- ἀνα-πωμάζω
ἀνα-πωμάζω, den Deckel aufmachen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-πωμάζω, den Deckel aufmachen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπωμάζω — (Α) βάζω καλά το πώμα, κλείνω ερμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πωμ άζω (< πώμα), πρβλ. ανα πωμάζω, επι πωμάζω] … Dictionary of Greek
αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] … Dictionary of Greek