- ἀμβ
ἀμβ –, ion. u. ep. für ἀναβ., z. B. ἀμβαίνειν, ἀμβάλλειν, ἄμβασις, ἀμβατός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβ –, ion. u. ep. für ἀναβ., z. B. ἀμβαίνειν, ἀμβάλλειν, ἄμβασις, ἀμβατός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμβολογήρα — ἀμβολογήρα, η (Α) αυτή που αναβάλλει τα γηρατιά, που διατηρεί επί μακρόν τη νεότητα (επωνυμία τής Αφροδίτης στην αρχ. Σπάρτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβολὴ + γῆρας το πρόθημα ἀμβ χαρακτηριστικό ποιητικών λ., αντί τού ἀναβ ] … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
καγχάζω — ασα, αμβ. 1. γελώ ηχηρά και πλατιά, χαχανίζω, χασκογελώ. 2. γελώ σαρκαστικά ή περιφρονητικά, χλευάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия